-
1 δρομολόγιο
[дромологио] ουσ. о. расписание, маршрут,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δρομολόγιο
-
2 маршрут
-
3 расписание
-
4 расписание
расписаниес τό ὠρολόγιο[ν], τό πρόγραμμα, τό ὠράριο[ν], τό δρομολόγιο[ν]:\расписание поездов τό ὠράριο (или τό δρομολόγιο) τών τραίνων \расписание лекций τό ὠρολόγιο (или τό πρόγραμμα) τών παραδόσεων по \расписаниеию σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα. -
5 рейс
-
6 авиалиния
1. (организация) οι αεροπορικές γραμμές (εταιρεία) 2. (трасса) η αεροπορική γραμμή (δρομολόγιο), (маршрут) η αεροπορική γραμμή (κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиалиния
-
7 курсировать
(о транспорте) πορεύομαι, εκτελώ τακτικό δρομολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсировать
-
8 маршрут
το δρομολόγιο, η διαδρομή, η πορεία, η γραμμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маршрут
-
9 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
10 расписание
1. (график, таблица) о πίνακας, το ωράριο 2. (движения транспортных средств) το δρομολόγιο, ο πίνακας δρομολογίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расписание
-
11 рейс
1. ав. η πτήσηрегулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс
-
12 трасса
η γραμμή, το δρομολόγιοвоздушная - ο εναέριος διάδρομος, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трасса
-
13 трассировать
I.(намечать трассу) χαράσσω το δρομολόγιο/τη διαδρομή.II.(выписывать тратту) (эк., фин.) συντάσσω/συμπληρώνω την τραβηκτική/συναλλαγματική (επιταγή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трассировать
-
14 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
15 курсировать
курсироватьнесов κυκλοφορώ, κάνω διαδρομή, ἐκτελώ δρομολόγιο. -
16 маршрут
маршрутм τό δρομολόγιο[ν], ἡ διαδρομή, ἡ πορεία. -
17 маршрутный
маршрут||ныйприл τοῦ δρομολογίου:\маршрутныйное такси́ ταξί πού ἐκτελεί ὁρισμένο δρομολόγιο -
18 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
19 справочник
справочн||икм ὁ ὁδηγός:карманный \справочник ὀδηγός τής τσέπης· железнодорожный \справочник τό σιδηροδρομικά δρομολόγιο· телефонный \справочник ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
20 маршрут
[μαρσρούτ] ουσ. α. δρομολόγιο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δρομολόγιο — το 1. ο δρόμος ανάμεσα σε δύο τόπους, το ταξίδι («έχουμε δρομολόγιο για τη Μασσαλία») 2. περιγραφή τού δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί με καθορισμό τών αποστάσεων και τών κύριων σημείων ή ωρών αναχωρήσεως, προσεγγίσεως, σταθμεύσεως ενός μέσου… … Dictionary of Greek
δρομολόγιο — το 1. πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ένα μέσο συγκοινωνίας, ταξίδι: Δεν έμαθα ακόμη τα δρομολόγια του πλοίου. 2. διαδρομή: Για να πάω στη δουλειά κάνω καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek